Anonymous

ἀπονενοημένως: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονενοημένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἀπονοέομαι]], απεγνωσμένα, απελπισμένα, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀπονενοημένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἀπονοέομαι]], απεγνωσμένα, απελπισμένα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονενοημένως:''' <b class="num">1)</b> отчаянно (χωρεῖν τοῖς ἀναβεβηκόσιν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> с отчаянием (διακεῖσθαι πρὸς τὸ [[ζῆν]] Isocr.).
}}
}}