3,274,921
edits
(5) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολιόρκητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο [[απόρθητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν πολιορκήθηκε. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολιόρκητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο [[απόρθητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν πολιορκήθηκε. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολιόρκητος:''' досл. недоступный для осаждающих, перен. неприступный (ὁ τῶν Στωϊκῶν [[σοφός]] Plut.). | |||
}} | }} |