Anonymous

ἀπολιόρκητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολιόρκητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο [[απόρθητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν πολιορκήθηκε.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολιόρκητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο [[απόρθητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν πολιορκήθηκε.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολιόρκητος:''' досл. недоступный для осаждающих, перен. неприступный (ὁ τῶν Στωϊκῶν [[σοφός]] Plut.).
}}
}}