ἀρτίστομος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτίστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που μιλά σε καλό [[ιδίωμα]] ή με [[ακρίβεια]], με [[σαφήνεια]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀρτίστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που μιλά σε καλό [[ιδίωμα]] ή με [[ακρίβεια]], με [[σαφήνεια]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτίστομος:''' хорошо изъясняющийся, ясный ([[διάλεκτος]] Plut.).
}}
}}