Anonymous

ἀρτίστομος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτίστομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει σε καλό [[ιδίωμα]], με [[ακρίβεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλό [[στόμα]] ή [[άνοιγμα]]<br /><b>3.</b> (για βέλη) ομοιόμορφα [[αιχμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιολόστομος]], [[αμφίστομος]])].
|mltxt=[[ἀρτίστομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει σε καλό [[ιδίωμα]], με [[ακρίβεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλό [[στόμα]] ή [[άνοιγμα]]<br /><b>3.</b> (για βέλη) ομοιόμορφα [[αιχμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιολόστομος]], [[αμφίστομος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτίστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που μιλά σε καλό [[ιδίωμα]] ή με [[ακρίβεια]], με [[σαφήνεια]], σε Πλούτ.
}}
}}