3,270,558
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποσπάω:''' μέλ. -σπάσω [ᾰ]·<br /><b class="num">1.</b> [[αποχωρίζω]], [[αποσχίζω]] [[κάτι]] από, <i>τινός</i>, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀποσπῶ τινα ἀπὸ γυναικός</i>, σε Ηρόδ.· τὸ [[τέκνον]] ἐκ χερῶν, σε Ευρ.· επίσης με [[διπλή]] αιτ., [[αποχωρίζω]], [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον, σε Σοφ.· [[ἀποσπάω]] τινά, [[αποχωρίζω]], [[αποσχίζω]] κάποιον, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[αφαιρώ]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, σε Πλούτ. — Παθ., αποσχίζομαι σύρομαι [[μακριά]], αποχωρίζομαι από, <i>τινός</i>, σε Πίνδ., Ευρ.· <i>ἐξ ἱροῦ</i>, σε Ηρόδ.· ἀπὸ [[τῶν]] ἱερῶν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἀποσπῶ πύλας</i>, [[βγάζω]] τις θύρες από τη [[θέση]] τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἀποσπάω]] τὸ [[στρατόπεδον]], αποχωρίζομαι από το [[στράτευμα]], σε Ξεν.· απόλ., <i>ἀποσπάσας</i>, έχοντας αποσχισθεί, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατεύματα, αποσχίζομαι ή σπάζουν οι γραμμές μου, διαλύομαι, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀποσπάω:''' μέλ. -σπάσω [ᾰ]·<br /><b class="num">1.</b> [[αποχωρίζω]], [[αποσχίζω]] [[κάτι]] από, <i>τινός</i>, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀποσπῶ τινα ἀπὸ γυναικός</i>, σε Ηρόδ.· τὸ [[τέκνον]] ἐκ χερῶν, σε Ευρ.· επίσης με [[διπλή]] αιτ., [[αποχωρίζω]], [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον, σε Σοφ.· [[ἀποσπάω]] τινά, [[αποχωρίζω]], [[αποσχίζω]] κάποιον, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[αφαιρώ]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, σε Πλούτ. — Παθ., αποσχίζομαι σύρομαι [[μακριά]], αποχωρίζομαι από, <i>τινός</i>, σε Πίνδ., Ευρ.· <i>ἐξ ἱροῦ</i>, σε Ηρόδ.· ἀπὸ [[τῶν]] ἱερῶν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἀποσπῶ πύλας</i>, [[βγάζω]] τις θύρες από τη [[θέση]] τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἀποσπάω]] τὸ [[στρατόπεδον]], αποχωρίζομαι από το [[στράτευμα]], σε Ξεν.· απόλ., <i>ἀποσπάσας</i>, έχοντας αποσχισθεί, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατεύματα, αποσχίζομαι ή σπάζουν οι γραμμές μου, διαλύομαι, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποσπάω:''' <b class="num">1)</b> отрывать, разлучать (τινα [[ἀπό]] τινος Her. и τινά τινος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вырывать (τινα ἐκ χερῶν τινος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> отвлекать, уводить в сторону (τινά τινος и [[ἀπό]] τινος Plat.): τὴν μάχην μακρὰν ἀποσπάσασθαί τινος Plut. оттянуть сражение на большое расстояние от чего-л.;<br /><b class="num">4)</b> лишать (τινά τινος Soph., Plut., редко τινά τι Soph.);<br /><b class="num">5)</b> срывать, взламывать (θύρας Her.);<br /><b class="num">6)</b> оттаскивать, тащить (τινα [[κόμης]] Aesch.);<br /><b class="num">7)</b> разрывать, разделять (τὸ [[στράτευμα]] ἀπεσπάσθη τε καὶ ἀτακτότερον ἐχώρει Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> отделяться, уходить прочь (ἡ [[ὄρνις]] ἀπέσπα φεύγουσα Xen. - v. l. ἀπεσπᾶτο). | |||
}} | }} |