ἀρτίχειρ: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτίχειρ]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει και τα δύο χέρια εξασκημένα, ο [[αμφιδέξιος]].
|mltxt=[[ἀρτίχειρ]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει και τα δύο χέρια εξασκημένα, ο [[αμφιδέξιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτίχειρ:''' χειρος adj. имеющий ловкие руки Plat.
}}
}}