ἀρτίχειρ

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίχειρ Medium diacritics: ἀρτίχειρ Low diacritics: αρτίχειρ Capitals: ΑΡΤΙΧΕΙΡ
Transliteration A: artícheir Transliteration B: articheir Transliteration C: articheir Beta Code: a)rti/xeir

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. χειρος, strong of hand (cf. ἀρτίπους), Pl.Lg.795d.

Spanish (DGE)

-ειρος
sano de brazos, manualmente capaz ἀρτίποδες καὶ ἀ. prontos de pies y manos Pl.Lg.795d, cf. D.C.66.8.1.

German (Pape)

[Seite 363] mit gefunden, tüchtigen Händen, od. beide Hände gebrauchend, Plat. Legg. VII, 795 d.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίχειρ: χειρος adj. имеющий ловкие руки Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας ἀρτίας, δηλ. ἐξησκημένας, ἰσχυράς, καὶ οὐ μόνον τὴν δεξιάν, ὁ δυνάμενος νὰ ποιῇ διὰ τῆς ἀριστερᾶς ὅ,τι καὶ διὰ τῆς δεξιᾶς, Πλάτ. Νόμ. 795D.

Greek Monolingual

ἀρτίχειρ, ο, η (Α)
αυτός που έχει και τα δύο χέρια εξασκημένα, ο αμφιδέξιος.