ἄσκαλος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄσκᾰλος:''' -ον ([[σκάλλω]]), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἄσκᾰλος:''' -ον ([[σκάλλω]]), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσκᾰλος:''' невзрытый, невскопанный (ἄσκαλα πάντα Theocr.).
}}
}}