3,277,180
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄσκᾰλος:''' -ον ([[σκάλλω]]), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἄσκᾰλος:''' -ον ([[σκάλλω]]), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσκᾰλος:''' невзрытый, невскопанный (ἄσκαλα πάντα Theocr.). | |||
}} | }} |