ἄστακτος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄστακτος:''' αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄστακτος:''' αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄστακτος:''' обильно льющийся ([[ὕδωρ]] Eur.).
}}
}}