Anonymous

ἄστακτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄστακτος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>ἄσταχτος</i>.
|mltxt=[[ἄστακτος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>ἄσταχτος</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄστακτος:''' αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ.
}}
}}