3,274,216
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐθαίρετος:''' -ον, <b class="num">I.</b> εκλεγμένος από τον εαυτό του, επιλεγμένος από τον εαυτό του, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ο αφ' [[εαυτού]], σε Ευρ.· [[ανεξάρτητος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πράγματα, αυτό που επιλέγει [[κάποιος]], αυτός που προκαλεί στον εαυτό του, [[θεληματικός]], [[εκούσιος]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''αὐθαίρετος:''' -ον, <b class="num">I.</b> εκλεγμένος από τον εαυτό του, επιλεγμένος από τον εαυτό του, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ο αφ' [[εαυτού]], σε Ευρ.· [[ανεξάρτητος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πράγματα, αυτό που επιλέγει [[κάποιος]], αυτός που προκαλεί στον εαυτό του, [[θεληματικός]], [[εκούσιος]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐθαίρετος:''' <b class="num">1)</b> добровольно избранный, добровольный (πημοναί Soph.; κίνδυνοι Thuc.; [[θάνατος]] Xen.; [[δουλεία]] Dem.); πόλεμον αὐθαίρετον προσάγειν Plut. намеренно затягивать войну; αὐ. ἀμφοτέροις ἡ [[εὐβουλία]] Thuc. обе стороны могут прийти к благоразумному решению;<br /><b class="num">2)</b> сам себя избравший, т. е. самозванный (στρατηγοί Xen.). | |||
}} | }} |