ἀχανής: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχᾰνής:''' -ές ([[χανεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[χάσκω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν ανοίγει το [[στόμα]], [[άφωνος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> (<i>α ευφωνικό</i>) αυτός που χάσκει, [[άμετρος]], [[απέραντος]], σε Πλούτ., Ανθ.
|lsmtext='''ἀχᾰνής:''' -ές ([[χανεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[χάσκω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν ανοίγει το [[στόμα]], [[άφωνος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> (<i>α ευφωνικό</i>) αυτός που χάσκει, [[άμετρος]], [[απέραντος]], σε Πλούτ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχᾰνής:''' <b class="num">1)</b> широко раскрытый, зияющий ([[βάθος]] Plut.; [[χάσμα]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> с разинутым ртом или не могущий раскрыть рта, т. е. остолбеневший (ἀχανεῖς [[ἕστασαν]] Polyb.; [[εἱστήκειν]] ἀ. Luc.);<br /><b class="num">3)</b> безмерный, огромный, обширный ([[τόπος]] Arst., Plut.; [[πέλαγος]], [[πεδίον]], λισσάδες, [[στράτευμα]] Plut.).
}}
}}