Anonymous

ἀχανής: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀχανής]], -ές) [[χαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει μεγάλο [[χάσμα]] («[[ἀχανής]] [[κρημνός]]»)<br /><b>2.</b> [[απέραντος]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀχανές</i><br />[[χάος]], [[άβυσσος]]<br />II. <b>αρχ.-μσν.</b> αυτός που δεν ανοίγει το [[στόμα]] του, που μένει [[άφωνος]] από φόβο ή [[έκπληξη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άφωνος]], [[νεκρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στενός]]<br /><b>2.</b> [[ανοιχτός]], [[χωρίς]] [[στέγη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀχανὲς [[σκότος]]» — το αιώνιο [[σκοτάδι]].
|mltxt=-ές (AM [[ἀχανής]], -ές) [[χαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει μεγάλο [[χάσμα]] («[[ἀχανής]] [[κρημνός]]»)<br /><b>2.</b> [[απέραντος]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀχανές</i><br />[[χάος]], [[άβυσσος]]<br />II. <b>αρχ.-μσν.</b> αυτός που δεν ανοίγει το [[στόμα]] του, που μένει [[άφωνος]] από φόβο ή [[έκπληξη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άφωνος]], [[νεκρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στενός]]<br /><b>2.</b> [[ανοιχτός]], [[χωρίς]] [[στέγη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀχανὲς [[σκότος]]» — το αιώνιο [[σκοτάδι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχᾰνής:''' -ές ([[χανεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[χάσκω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν ανοίγει το [[στόμα]], [[άφωνος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> (<i>α ευφωνικό</i>) αυτός που χάσκει, [[άμετρος]], [[απέραντος]], σε Πλούτ., Ανθ.
}}
}}