ἄχρηστος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄχρηστος:''' -ον ([[χράομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άχρηστος]], [[ανώφελος]], αυτός που δεν εξυπηρετεί σε [[τίποτα]], σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για χρησμό, αναποτελεσματικός, σε Ευρ.· [[ἄχρηστος]] ἔς ή [[πρός]] τι, [[ακατάλληλος]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· <i>ἄχρηστός τινι</i>, [[ανώφελος]], λέγεται για ένα [[πρόσωπο]], στον ίδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀχρεῖος]], λέγεται για άχρηστους ανθρώπους και για πρόσωπα που δεν κάνουν [[τίποτα]], για οκνηρούς, σε Ρήτ.<br /><b class="num">3.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κάνει [[χρήση]] με δοτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ([[χρηστός]]) [[αγενής]], [[χαλεπός]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἄχρηστος:''' -ον ([[χράομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άχρηστος]], [[ανώφελος]], αυτός που δεν εξυπηρετεί σε [[τίποτα]], σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για χρησμό, αναποτελεσματικός, σε Ευρ.· [[ἄχρηστος]] ἔς ή [[πρός]] τι, [[ακατάλληλος]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· <i>ἄχρηστός τινι</i>, [[ανώφελος]], λέγεται για ένα [[πρόσωπο]], στον ίδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀχρεῖος]], λέγεται για άχρηστους ανθρώπους και για πρόσωπα που δεν κάνουν [[τίποτα]], για οκνηρούς, σε Ρήτ.<br /><b class="num">3.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κάνει [[χρήση]] με δοτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ([[χρηστός]]) [[αγενής]], [[χαλεπός]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄχρηστος:''' <b class="num">1)</b> бесполезный, ненужный (ἔς τι Her., πρός τι и τινος Arst.): οὐκ ἄχρηστόν ἐστι Arst. небесполезно;<br /><b class="num">2)</b> негодный, неисправный ([[νῆες]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> праздный, напрасный ([[μετάνοια]] Batr.; [[θέσφατον]] Eur. - v. l. [[ἄκραντος]]);<br /><b class="num">4)</b> недоброжелательный, злобный (θεοί, λόγοι Her.);<br /><b class="num">5)</b> не бывший в употреблении, ненадеванный (ἱμάτια Luc.);<br /><b class="num">6)</b> не пользующийся, не владеющий: ξυνέσει ἄ. Eur. неразумный.
}}
}}