ἀφρόντιστος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφρόντιστος:''' -ον ([[φροντίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[απερίσκεπτος]], [[απρόσεκτος]], αυτός που δεν φροντίζει, Λατ. [[securus]], σε Ξεν., Θεόκρ.· επίρρ. <i>-τως</i>, απερίσκεπτα, αδιάφορα, σε Σοφ.· [[ἀφροντίστως]] ἔχειν, είμαι [[απρόσεκτος]], σε Ξεν.· επίσης, είμαι [[αναίσθητος]], [[παράφρων]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[απερίσκεπτος]], [[απροσδόκητος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀφρόντιστος:''' -ον ([[φροντίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[απερίσκεπτος]], [[απρόσεκτος]], αυτός που δεν φροντίζει, Λατ. [[securus]], σε Ξεν., Θεόκρ.· επίρρ. <i>-τως</i>, απερίσκεπτα, αδιάφορα, σε Σοφ.· [[ἀφροντίστως]] ἔχειν, είμαι [[απρόσεκτος]], σε Ξεν.· επίσης, είμαι [[αναίσθητος]], [[παράφρων]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[απερίσκεπτος]], [[απροσδόκητος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφρόντιστος:''' <b class="num">1)</b> непредвиденный, неожиданный ([[ἀγών]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> беззаботный, беспечный Xen.;<br /><b class="num">3)</b> не заботящийся, пренебрегающий (τινος Polyb., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> безрассудный ([[ἔρως]] Theocr.).
}}
}}