Anonymous

ἀφρόντιστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφρόντιστος]], -ον)<br />αφημένος [[χωρίς]] [[φροντίδα]], παραμελημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμέριμνος]]<br /><b>2.</b> [[αδιάφορος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφρόντιστος]], -ον)<br />αφημένος [[χωρίς]] [[φροντίδα]], παραμελημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμέριμνος]]<br /><b>2.</b> [[αδιάφορος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφρόντιστος:''' -ον ([[φροντίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[απερίσκεπτος]], [[απρόσεκτος]], αυτός που δεν φροντίζει, Λατ. [[securus]], σε Ξεν., Θεόκρ.· επίρρ. <i>-τως</i>, απερίσκεπτα, αδιάφορα, σε Σοφ.· [[ἀφροντίστως]] ἔχειν, είμαι [[απρόσεκτος]], σε Ξεν.· επίσης, είμαι [[αναίσθητος]], [[παράφρων]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[απερίσκεπτος]], [[απροσδόκητος]], σε Αισχύλ.
}}
}}