βαδιστικός: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βαδιστικός:''' -ή, -όν ([[βαδίζω]]), αυτός που είναι [[ικανός]] να περπατά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βαδιστικός:''' -ή, -όν ([[βαδίζω]]), αυτός που είναι [[ικανός]] να περπατά, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰδιστικός:''' ὁ опытный пешеход Arph.
}}
}}