Anonymous

βαδιστικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[βαδιστικός]], -ή, -όν) [[βαδιστής]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να βαδίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το «[[βάδισμα]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ευθύς]] βαδιστικά»<br />(ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν [[αμέσως]] [[μετά]] την [[εκκόλαψη]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[βαδιστικός]], -ή, -όν) [[βαδιστής]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να βαδίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το «[[βάδισμα]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ευθύς]] βαδιστικά»<br />(ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν [[αμέσως]] [[μετά]] την [[εκκόλαψη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαδιστικός:''' -ή, -όν ([[βαδίζω]]), αυτός που είναι [[ικανός]] να περπατά, σε Αριστοφ.
}}
}}