3,270,629
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[βαδιστικός]], -ή, -όν) [[βαδιστής]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να βαδίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το «[[βάδισμα]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ευθύς]] βαδιστικά»<br />(ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν [[αμέσως]] [[μετά]] την [[εκκόλαψη]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[βαδιστικός]], -ή, -όν) [[βαδιστής]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να βαδίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το «[[βάδισμα]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ευθύς]] βαδιστικά»<br />(ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν [[αμέσως]] [[μετά]] την [[εκκόλαψη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βαδιστικός:''' -ή, -όν ([[βαδίζω]]), αυτός που είναι [[ικανός]] να περπατά, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |