βαρυσύμφορος: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυσύμφορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> χτυπημένος από [[βαριά]] [[συμφορά]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που επιφέρει μεγάλες συμφορές.
|mltxt=[[βαρυσύμφορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> χτυπημένος από [[βαριά]] [[συμφορά]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που επιφέρει μεγάλες συμφορές.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρυσύμφορος:''' подавленный тяжелым несчастьем, глубоко несчастный Her.
}}
}}