βαρυσύμφορος
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
βαρυσύμφορον,
A weighed down by ill-luck, in Sup. βαρυσυμφορώτατος Hdt.1.45, App.Mac.19. Adv. βαρυσυμφορώτατα D.C.78.41.
2 Act., calamitous, πόλεμος Them.Or.15.184c (Sup.).
Spanish (DGE)
-ον
1 gravemente desdichado, ἄνθρωπος Hdt.1.45, cf. App.Mac.19
•neutr. plu. sup. adv. -ώτατα muy desdichadamente β. αὐτὴν (τὴν μοναρχίαν) ἀπέβαλεν D.C.78.41.4.
2 que es fuente de graves desgracias, calamitoso πόλεμος Them.Or.15.184c, Synes.Prouid.1.7.
German (Pape)
[Seite 435] nur im superl., von schwerem Unglück getroffen; Her. 1, 45; Sp., App. Maced. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
seul. Sp. βαρυσυμφορώτατος;
infortuné, malheureux.
Étymologie: βαρύς, συμφορά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυσύμφορος -ον βαρύς συμφορά met een zwaar lot, ellendig.
Russian (Dvoretsky)
βαρυσύμφορος: подавленный тяжелым несчастьем, глубоко несчастный Her.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσύμφορος: -ον, ὁ ὑπὸ κακῆς τύχης βεβαρημένος, μόνον ἐν τῷ ὑπερθ. –ώτατος Ἡρόδ. 1. 45, Ἀππ., κτλ.
Greek Monolingual
βαρυσύμφορος, -ον (Α)
1. χτυπημένος από βαριά συμφορά
2. εκείνος που επιφέρει μεγάλες συμφορές.