βεβλήαται: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεβλήαται:''' -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του [[βάλλω]].
|lsmtext='''βεβλήαται:''' -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του [[βάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βεβλήαται:''' эп. (= βέβληνται) 3 л. pl. pf. pass. к [[βάλλω]].
}}
}}