βεβλήαται

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de βάλλω.

English (Autenrieth)

see βάλλω.

Greek Monotonic

βεβλήαται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

βεβλήαται: эп. (= βέβληνται) 3 л. pl. pf. pass. к βάλλω.