βύσσινος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βύσσινος:''' -η, -ον, φτιαγμένος από <i>βύσσο</i>· σινδὼν [[βύσσινος]], [[ένας]] [[λεπτός]], [[λινός]] [[επίδεσμος]] που χρησιμοποιούνταν για την [[περιτύλιξη]] των ταριχευμένων [[νεκρών]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τραύματα, στον ίδ.· <i>βύσσινοι πέπλοι</i>, στον Αισχύλ.
|lsmtext='''βύσσινος:''' -η, -ον, φτιαγμένος από <i>βύσσο</i>· σινδὼν [[βύσσινος]], [[ένας]] [[λεπτός]], [[λινός]] [[επίδεσμος]] που χρησιμοποιούνταν για την [[περιτύλιξη]] των ταριχευμένων [[νεκρών]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τραύματα, στον ίδ.· <i>βύσσινοι πέπλοι</i>, στον Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''βύσσινος:''' <b class="num">1)</b> виссоновый, из тончайшего полотна ([[πέπλωμα]] Aesch.; [[σινδών]] Her.; [[φάρος]] Soph., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мягкий как виссон, т. е. вкрадчивый (βυσσίνοις [[χρῆσθαι]] ῥήμασι Plut.).
}}
}}