βύσμα: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βύσμα]]) [[βύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[γέμισμα]] του έξω ακουστικού πόρου με [[κυψελίδα]]<br /><b>2.</b> ηλεκτρολογικό [[εξάρτημα]] του οποίου το ένα [[άκρο]] εισάγεται σε κατάλληλη [[υποδοχή]] και εξασφαλίζει την ηλεκτρική [[σύνδεση]] των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην [[υποδοχή]]<br />(αρχ. -μσν.) η [[απόφραξη]], το [[φράξιμο]].
|mltxt=το (AM [[βύσμα]]) [[βύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[γέμισμα]] του έξω ακουστικού πόρου με [[κυψελίδα]]<br /><b>2.</b> ηλεκτρολογικό [[εξάρτημα]] του οποίου το ένα [[άκρο]] εισάγεται σε κατάλληλη [[υποδοχή]] και εξασφαλίζει την ηλεκτρική [[σύνδεση]] των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην [[υποδοχή]]<br />(αρχ. -μσν.) η [[απόφραξη]], το [[φράξιμο]].
}}
{{elru
|elrutext='''βύσμα:''' ατος τό затычка, пробка Arph.
}}
}}