βύσμα

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύσμα Medium diacritics: βύσμα Low diacritics: βύσμα Capitals: ΒΥΣΜΑ
Transliteration A: býsma Transliteration B: bysma Transliteration C: vysma Beta Code: bu/sma

English (LSJ)

-ατος, τό, (βύω) plug, bung, Hp.Mul.2.114 (pl.), Ar.Fr. 299; Στίλπωνος βύσματα Stilpo's stoppers, i.e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, Diph.23.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
tapón, bitoque de recipientes para líquidos β. καὶ γευστήριον Ar.Fr.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.Mul.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.Steril.222
fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A.

German (Pape)

[Seite 468] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych.

Russian (Dvoretsky)

βύσμα: ατος τό затычка, пробка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βύσμα: τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2.

Greek Monolingual

το (AM βύσμα) βύω
νεοελλ.
1. το γέμισμα του έξω ακουστικού πόρου με κυψελίδα
2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα του οποίου το ένα άκρο εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή και εξασφαλίζει την ηλεκτρική σύνδεση των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην υποδοχή
(αρχ. -μσν.) η απόφραξη, το φράξιμο.