βέβηλος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βέβηλος:''' -ον ([[βηλός]], με βε- ως αναδιπλ.),<br /><b class="num">I.</b> [[δεκτικός]] ως προς το να πατηθεί από κάποιον, επιτρεπτός για ανθρώπινη [[χρήση]]· Λατ. [[profanus]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐν βεβήλῳ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, μη [[αγιασμένος]], [[ανίερος]], [[ανόσιος]], [[ακάθαρτος]], μολυσμένος, [[ανήθικος]], στον ίδ., σε Πλάτ.· με γεν., μη μυημένος σε τελετές, σε Ανθ.
|lsmtext='''βέβηλος:''' -ον ([[βηλός]], με βε- ως αναδιπλ.),<br /><b class="num">I.</b> [[δεκτικός]] ως προς το να πατηθεί από κάποιον, επιτρεπτός για ανθρώπινη [[χρήση]]· Λατ. [[profanus]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐν βεβήλῳ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, μη [[αγιασμένος]], [[ανίερος]], [[ανόσιος]], [[ακάθαρτος]], μολυσμένος, [[ανήθικος]], στον ίδ., σε Πλάτ.· με γεν., μη μυημένος σε τελετές, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βέβηλος:''' <b class="num">1)</b> общедоступный, открытый для всех, т. е. неосвященный Aesch., Soph., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> непосвященный (Soph., Eur., Plat.; τινος Anth.);<br /><b class="num">3)</b> общеизвестный (λόγια Eur.).
}}
}}