Anonymous

βέβηλος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[βέβηλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ασεβής]], [[άπιστος]]<br /><b>2.</b> [[μιαρός]], [[ανίερος]]<br /><b>3.</b> ανέντιμος, [[ανήθικος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που δεν έχει καθαρθεί, [[αμύητος]] σε μυστηριακή [[λατρεία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φαγητό]]) [[ακάθαρτος]], απαγορευμένος, εφ' όσον προέρχεται από ειδωλολατρική [[θυσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο επιτρέπεται να πατήσει [[κανείς]], [[βατός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο ή [[φράση]]) αυτός που επιτρέπεται να κοινολογηθεί, ο μη [[απόρρητος]]<br /><b>3.</b> (για [[φαγητό]]) αυτό που επιτρέπεται να καταναλωθεί, να φαγωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του [[βέβηλος]] με το <i>βέβηκα</i>, παρακμ. του [[βαίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βέβαιος]]) δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[βέβηλος]], ως [[αρχαίος]] [[θρησκευτικός]] όρος, πιθ. <span style="color: red;"><</span> ([[φράση]]) <i>βε βηλού</i> «[[μπροστά]] (έξω) από το [[κατώφλι]] (ενν. του ναού)», όπου το <i>βε</i> «[[χωρίς]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθ. be «[[χωρίς]]») και [[βηλός]] «<i>το</i> [[κατώφλι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>prof</i><i>ā</i><i>nus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>pro fanum</i> «προ του ναού, [[βέβηλος]], [[ανίερος]]»). Ο όρος [[βέβηλος]], [[επειδή]] αρχικά χρησιμοποιήθηκε για χώρους που δεν ήταν ιεροί και στους οποίους επιτρεπόταν να θέσει [[κανείς]] [[πόδι]] ανίερο, δήλωνε «τον μη άβατο, τον επιτρεπόμενο». Τέλος, η λ. [[βέβηλος]] ως [[χαρακτηρισμός]] προσώπων σημαίνει «[[ασεβής]], μη μεμυημένος, [[μιαρός]]» (Σοφοκλής, Ευριπίδης)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[βέβηλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ασεβής]], [[άπιστος]]<br /><b>2.</b> [[μιαρός]], [[ανίερος]]<br /><b>3.</b> ανέντιμος, [[ανήθικος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που δεν έχει καθαρθεί, [[αμύητος]] σε μυστηριακή [[λατρεία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φαγητό]]) [[ακάθαρτος]], απαγορευμένος, εφ' όσον προέρχεται από ειδωλολατρική [[θυσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο επιτρέπεται να πατήσει [[κανείς]], [[βατός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο ή [[φράση]]) αυτός που επιτρέπεται να κοινολογηθεί, ο μη [[απόρρητος]]<br /><b>3.</b> (για [[φαγητό]]) αυτό που επιτρέπεται να καταναλωθεί, να φαγωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του [[βέβηλος]] με το <i>βέβηκα</i>, παρακμ. του [[βαίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βέβαιος]]) δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[βέβηλος]], ως [[αρχαίος]] [[θρησκευτικός]] όρος, πιθ. <span style="color: red;"><</span> ([[φράση]]) <i>βε βηλού</i> «[[μπροστά]] (έξω) από το [[κατώφλι]] (ενν. του ναού)», όπου το <i>βε</i> «[[χωρίς]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθ. be «[[χωρίς]]») και [[βηλός]] «<i>το</i> [[κατώφλι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>prof</i><i>ā</i><i>nus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>pro fanum</i> «προ του ναού, [[βέβηλος]], [[ανίερος]]»). Ο όρος [[βέβηλος]], [[επειδή]] αρχικά χρησιμοποιήθηκε για χώρους που δεν ήταν ιεροί και στους οποίους επιτρεπόταν να θέσει [[κανείς]] [[πόδι]] ανίερο, δήλωνε «τον μη άβατο, τον επιτρεπόμενο». Τέλος, η λ. [[βέβηλος]] ως [[χαρακτηρισμός]] προσώπων σημαίνει «[[ασεβής]], μη μεμυημένος, [[μιαρός]]» (Σοφοκλής, Ευριπίδης)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βέβηλος:''' -ον ([[βηλός]], με βε- ως αναδιπλ.),<br /><b class="num">I.</b> [[δεκτικός]] ως προς το να πατηθεί από κάποιον, επιτρεπτός για ανθρώπινη [[χρήση]]· Λατ. [[profanus]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐν βεβήλῳ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, μη [[αγιασμένος]], [[ανίερος]], [[ανόσιος]], [[ακάθαρτος]], μολυσμένος, [[ανήθικος]], στον ίδ., σε Πλάτ.· με γεν., μη μυημένος σε τελετές, σε Ανθ.
}}
}}