γλήνη: Difference between revisions

324 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλήνη:''' ἡ, [[κόρη]] ματιού, [[βολβός]] ματιού, [[οφθαλμός]], σε Όμηρ., Σοφ.· [[επειδή]] οι εικόνες των αντικειμένων σχηματίζονται μικρές πάνω στην [[κόρη]] του οφθαλμού, κατάντησε να σημαίνει το μικρό [[είδωλο]] ενός άλλου μεγαλύτερου πράγματος, τη [[μαριονέτα]], την [[κούκλα]]· ως χλευαστική [[έκφραση]] ή [[επίπληξη]], <i>ἔρρε</i>, κακὴ [[γλήνη]], [[φύγε]], γκρεμίσου δειλή, ασήμαντη [[κόρη]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''γλήνη:''' ἡ, [[κόρη]] ματιού, [[βολβός]] ματιού, [[οφθαλμός]], σε Όμηρ., Σοφ.· [[επειδή]] οι εικόνες των αντικειμένων σχηματίζονται μικρές πάνω στην [[κόρη]] του οφθαλμού, κατάντησε να σημαίνει το μικρό [[είδωλο]] ενός άλλου μεγαλύτερου πράγματος, τη [[μαριονέτα]], την [[κούκλα]]· ως χλευαστική [[έκφραση]] ή [[επίπληξη]], <i>ἔρρε</i>, κακὴ [[γλήνη]], [[φύγε]], γκρεμίσου δειλή, ασήμαντη [[κόρη]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''γλήνη:''' ἡ<b class="num">1)</b> зрачок (γλῆναι ὑπ᾽ ὀφρύσιν ἀστράπουσαι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> глазное яблоко Hom., Soph.;<br /><b class="num">3)</b> презр. человечишко, ничтожество (κακὴ γ. Hom.).
}}
}}