γόμφος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γόμφος:''' ὁ, [[καρφί]], μεταλλικό ή ξύλινο, για τη [[ναυπήγηση]] πλοίων, σε Ομήρ. Οδ.· και για άλλες χρήσεις, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· γενικά, [[κάθε]] είδος συνδέσμου ή ασφάλειας· λέγεται για τα ξύλα ή τις σανίδες που συνδέουν τις πλευρές των αιγυπτιακών λέμβων, σε Ηρόδ. (πιθ. συγγενές προς το [[γαμφηλαί]]).
|lsmtext='''γόμφος:''' ὁ, [[καρφί]], μεταλλικό ή ξύλινο, για τη [[ναυπήγηση]] πλοίων, σε Ομήρ. Οδ.· και για άλλες χρήσεις, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· γενικά, [[κάθε]] είδος συνδέσμου ή ασφάλειας· λέγεται για τα ξύλα ή τις σανίδες που συνδέουν τις πλευρές των αιγυπτιακών λέμβων, σε Ηρόδ. (πιθ. συγγενές προς το [[γαμφηλαί]]).
}}
{{elru
|elrutext='''γόμφος:''' ὁ<b class="num">1)</b> гвоздь, шип; болт, тж. колышек Hom., Hes., Aesch., Plat., Arst., Polyb., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> связывающая планка, перемычка, скрепа: περὶ γόμφους περιείρειν τὰ ξύλα Her. соединять бревна скрепами;<br /><b class="num">3)</b> сочленение ([[ἀστράγαλος]] [[οἶον]] γ. Arst.).
}}
}}