Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γόμφος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γόμφος]])<br /><b>1.</b> ξύλινο ή μετάλλινο [[καρφί]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κομμάτι]] ξύλου, [[σφήνα]] που χρησιμοποιείται για τη [[στερέωση]] κινητών [[μερών]] μιας διάταξης<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρφί]] που χρησιμεύει στη [[σύνδεση]] διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο<br /><b>αρχ.</b><br />[[σφήνα]], [[πάσσαλος]] για [[σύνδεση]] σανιδωμάτων πλοίου<br /><b>2.</b> [[κλείδωση]], [[άρθρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γόμφος]] ανάγεται σε <i>ĝombh</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του <i>ĝembh</i>- «[[δαγκώνω]], [[σπάζω]] με τα δόντια» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>jamba</i>- «[[δόντι]]», αρχ. σλαβ. <i>zobŭ</i> «[[δόντι]]», λιθ. <i>žambas</i> «εξέχουσα [[γωνία]]», λετ. <i>zuobs</i> «[[δόντι]]», αρχ. άνω γερμ. <i>Kamb</i> «[[χτένι]]»)].
|mltxt=ο (AM [[γόμφος]])<br /><b>1.</b> ξύλινο ή μετάλλινο [[καρφί]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κομμάτι]] ξύλου, [[σφήνα]] που χρησιμοποιείται για τη [[στερέωση]] κινητών [[μερών]] μιας διάταξης<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρφί]] που χρησιμεύει στη [[σύνδεση]] διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο<br /><b>αρχ.</b><br />[[σφήνα]], [[πάσσαλος]] για [[σύνδεση]] σανιδωμάτων πλοίου<br /><b>2.</b> [[κλείδωση]], [[άρθρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γόμφος]] ανάγεται σε <i>ĝombh</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του <i>ĝembh</i>- «[[δαγκώνω]], [[σπάζω]] με τα δόντια» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>jamba</i>- «[[δόντι]]», αρχ. σλαβ. <i>zobŭ</i> «[[δόντι]]», λιθ. <i>žambas</i> «εξέχουσα [[γωνία]]», λετ. <i>zuobs</i> «[[δόντι]]», αρχ. άνω γερμ. <i>Kamb</i> «[[χτένι]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γόμφος:''' ὁ, [[καρφί]], μεταλλικό ή ξύλινο, για τη [[ναυπήγηση]] πλοίων, σε Ομήρ. Οδ.· και για άλλες χρήσεις, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· γενικά, [[κάθε]] είδος συνδέσμου ή ασφάλειας· λέγεται για τα ξύλα ή τις σανίδες που συνδέουν τις πλευρές των αιγυπτιακών λέμβων, σε Ηρόδ. (πιθ. συγγενές προς το [[γαμφηλαί]]).
}}
}}