γοργωπός: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γοργωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό [[βλέμμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, [[γοργώψ]], <i>-ῶπος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, σε Ευρ.· θηλ. [[γοργῶπις]], <i>-ιδος</i>, λέγεται για την Αθηνά, σε Σοφ.
|lsmtext='''γοργωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό [[βλέμμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, [[γοργώψ]], <i>-ῶπος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, σε Ευρ.· θηλ. [[γοργῶπις]], <i>-ιδος</i>, λέγεται για την Αθηνά, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''γοργωπός:''' <b class="num">1)</b> со страшным взглядом (κόραι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> грозный (ὀμμάτων [[σέλας]] Aesch.; βλεφάρων [[ἕδρα]] Eur.; [[ἀλέκτωρ]] Anth.).
}}
}}