δάκρυ: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δάκρυ:''' τό, ποιητ. αντί [[δάκρυον]], δοτ. πληθ. <i>δάκρυσι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[δάκρυ]], Λατ. [[lacruma]] (βλ. <i>Δ</i>, <i>δ</i> II. 4), σε Όμηρ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[δάκρυον]], οποιαδήποτε [[σταγόνα]], <i>δ. πεύκινον</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''δάκρυ:''' τό, ποιητ. αντί [[δάκρυον]], δοτ. πληθ. <i>δάκρυσι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[δάκρυ]], Λατ. [[lacruma]] (βλ. <i>Δ</i>, <i>δ</i> II. 4), σε Όμηρ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[δάκρυον]], οποιαδήποτε [[σταγόνα]], <i>δ. πεύκινον</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δάκρυ:''' τό Hom., Pind., Trag., Thuc., Dem. = [[δάκρυον]].
}}
}}