δέκα: Difference between revisions

669 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέκᾰ:''' οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, [[δέκα]], Λατ. [[decem]], σε Όμηρ. κ.λπ.· οἱ [[δέκα]], οι Δέκα (άρχοντες), σε Ρήτ.· οἱ [[δέκα]] (<i>ἔτη</i>) <i>ἀφ' ἥβης</i>, αυτοί οι οποίοι έχουν περάσει κατά [[δέκα]] χρόνια την [[ηλικία]] των 20 (δηλ. την [[ηλικία]] της στρατιωτικής θητείας), σε Ξεν. (μερικοί το συνδέουν με το <i>δάκ-τυλος</i>, από τον αριθμό των δαχτύλων).
|lsmtext='''δέκᾰ:''' οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, [[δέκα]], Λατ. [[decem]], σε Όμηρ. κ.λπ.· οἱ [[δέκα]], οι Δέκα (άρχοντες), σε Ρήτ.· οἱ [[δέκα]] (<i>ἔτη</i>) <i>ἀφ' ἥβης</i>, αυτοί οι οποίοι έχουν περάσει κατά [[δέκα]] χρόνια την [[ηλικία]] των 20 (δηλ. την [[ηλικία]] της στρατιωτικής θητείας), σε Ξεν. (μερικοί το συνδέουν με το <i>δάκ-τυλος</i>, από τον αριθμό των δαχτύλων).
}}
{{elru
|elrutext='''δέκα:''' οἱ, αἱ, τά indecl. десять: εἰς τὰ δ. καταριθμεῖν Arst. считать по десятичной системе; οἱ τὰ δ. (sc. ἔτη) ἀφ᾽ ἥβης Xen. на 10 лет переросшие призывной возраст, т. е. тридцатилетние; οἱ δ. Thuc., Lys., Isocr. (= οἱ δεκαδοῦχοι) коллегия десяти (преимущ. правительство в составе десяти человек, захватившее, при содействии Лисандра, власть в Афинах; в Риме - децемвиры Diod.).
}}
}}