Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δέκα: Difference between revisions

From LSJ
604 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=οι, τα (AM [[δέκα]], οἱ αἱ, τά)<br />[[άθροισμα]] τόσων μονάδων όσα [[είναι]] τα δάχτυλα και τών δύο χεριών του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[χαρτί]] της τράπουλας με [[δέκα]] [[σημεία]] ([[δέκα]] [[σπαθί]], [[μπαστούνι]], [[κούπα]] ή [[καρό]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δέκα]] πληγές του Φαραώ» — οι [[δέκα]] θεομηνίες που ενέσκηψαν στην Αίγυπτο για να αναγκάσουν τον Φαραώ να επιτρέψει την [[έξοδο]] τών Εβραίων από τη [[χώρα]]<br />β) «[[δέκα]] εντολές» — οι εντολές του Μωσαϊκού νόμου<br />γ) «[[δέκα]], [[δέκα]]» — ανά [[δέκα]] («να μετρήσεις τα αντίτυπα [[δέκα]], [[δέκα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οἱ [[δέκα]] (άνδρες)<br />Αθηναίοι άρχοντες επί Πεισιστράτου<br /><b>2.</b> <i>οἱ [[δέκα]]<br />οι Αττικοί ρήτορες<br /><b>3.</b> «οἱ [[δέκα]] ἀφ' ἥβης» — αυτοί που έχουν συμπληρώσει [[δέκα]] [[χρόνια]] από την [[εκπλήρωση]] της στρατιωτικής τους θητείας, όσοι [[είναι]] [[τριάντα]] ετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δέκα]] ανάγεται σε IE <i>dekm</i> <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>decem</i>, αρχ. ινδ. <i>dάśa</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δεκάκις]], [[δέκατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεκαχή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δεκανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δεκάρι]], [[δεκαριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δεκάβαθμος]], [[δεκαγράμματος]], [[δεκάγωνος]], [[δεκαδάκτυλος]], [[δεκάδραχμος]], [[δεκαεννέα]], [[δεκαέξι]], [[δεκαεπτά]], [[δεκαετής]], [[δεκάκλινος]], [[δεκάλιτρος]], [[δεκάλογος]], [[δεκάμετρος]], [[δεκάμηνος]], [[δεκαοκτώ]], [[δεκαπέντε]], [[δεκαπλάσιος]], [[δεκάπλευρος]], [[δεκαπλός]], [[δεκάποδος]], [[δεκάπους]], [[δεκάρχης]], [[δεκάσημος]], [[δεκάστιχος]], [[δεκάστυλος]], [[δεκασύλλαβος]], [[δεκατέσσερεις]], [[δεκατρείς]], [[δεκάχορδος]], [[δεκάχρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεκαβάμων]], [[δεκάβοιος]], [[δεκαγονία]], [[δεκαδάρχης]], [[δεκάδαρχος]], [[δεκάδελτος]], [[δεκαδούχος]], [[δεκάδωρος]], [[δεκαείς]], [[δεκαέτηρος]], [[δεκακότυλος]], [[δεκακυμία]], [[δεκαμναίος]], [[δεκάμνους]], [[δεκαμοιρία]], <i>δεκάμορφος</i>, [[δεκαναΐα]], [[δέκανδρος]], [[δεκάπαλαι]], [[δεκάπλοκος]], [[δεκάπολις]], [[δεκάπτυχος]], [[δεκάρουρος]], <i>δεκάρταδος</i>, [[δεκάσπορος]], [[δεκαστάδιον]], [[δεκαστάτηρος]], [[δεκάστεγος]], [[δεκάσχημος]], <i>δεκάφνιος</i>, [[δεκάφυλος]], [[δεκάχαλκον]], [[δεκάχιλοι]], [[δεκάχορδος]], [[δεκάχρονος]], [[δεκέμβολος]], [[δεκέτηρος]], [[δεκέτης]], [[δεκήρης]], [[δεκώβολον]], [[δεκώρυγος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>δεκαδύω</i>, [[δεκαόργυιος]], [[δεκάπληγος]], [[δεκατάλαντος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δεκακέφαλοι]], [[δεκάπλεθρος]], <i>δεκανομώ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δεκάγραμμος]], [[δεκαγώνιο]], [[δεκάδιπλος]], [[δεκάεδρος]], [[δεκάζυγο]], [[δεκαήμερος]], [[δέκαθλο]], [[δεκάκερος]], [[δεκάκωπος]], <i>δεκάλοδος</i>, [[δεκαμελής]], [[δεκαμερής]], [[δεκάμερο]], [[δεκασέλιδος]], [[δεκασχιδής]], [[δεκάτομος]], [[δεκάφυλλος]], [[δεκαφώτιστος]], [[δεκάωρος]]. (Β' συνθετικό) [[δώδεκα]], [[ένδεκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυτόδεκα]], [[δυοκαίδεκα]], [[δυώδεκα]], [[εκκαίδεκα]], [[εννεακαίδεκα]], <i>εξκαίδεκα</i>, [[επτακαίδεκα]], [[οκτωκαίδεκα]], [[πεντεκαίδεκα]], [[συνδώδεκα]], [[συνεκκαίδεκα]], [[τεσσαρεσκαίδεκα]], <i>τεσσερεσκαίδεκα</i>, <i>τρεισκαίδεκακα</i>, [[τρισκαίδεκα]].
|mltxt=οι, τα (AM [[δέκα]], οἱ αἱ, τά)<br />[[άθροισμα]] τόσων μονάδων όσα [[είναι]] τα δάχτυλα και τών δύο χεριών του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[χαρτί]] της τράπουλας με [[δέκα]] [[σημεία]] ([[δέκα]] [[σπαθί]], [[μπαστούνι]], [[κούπα]] ή [[καρό]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δέκα]] πληγές του Φαραώ» — οι [[δέκα]] θεομηνίες που ενέσκηψαν στην Αίγυπτο για να αναγκάσουν τον Φαραώ να επιτρέψει την [[έξοδο]] τών Εβραίων από τη [[χώρα]]<br />β) «[[δέκα]] εντολές» — οι εντολές του Μωσαϊκού νόμου<br />γ) «[[δέκα]], [[δέκα]]» — ανά [[δέκα]] («να μετρήσεις τα αντίτυπα [[δέκα]], [[δέκα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οἱ [[δέκα]] (άνδρες)<br />Αθηναίοι άρχοντες επί Πεισιστράτου<br /><b>2.</b> <i>οἱ [[δέκα]]<br />οι Αττικοί ρήτορες<br /><b>3.</b> «οἱ [[δέκα]] ἀφ' ἥβης» — αυτοί που έχουν συμπληρώσει [[δέκα]] [[χρόνια]] από την [[εκπλήρωση]] της στρατιωτικής τους θητείας, όσοι [[είναι]] [[τριάντα]] ετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δέκα]] ανάγεται σε IE <i>dekm</i> <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>decem</i>, αρχ. ινδ. <i>dάśa</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δεκάκις]], [[δέκατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεκαχή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δεκανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δεκάρι]], [[δεκαριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δεκάβαθμος]], [[δεκαγράμματος]], [[δεκάγωνος]], [[δεκαδάκτυλος]], [[δεκάδραχμος]], [[δεκαεννέα]], [[δεκαέξι]], [[δεκαεπτά]], [[δεκαετής]], [[δεκάκλινος]], [[δεκάλιτρος]], [[δεκάλογος]], [[δεκάμετρος]], [[δεκάμηνος]], [[δεκαοκτώ]], [[δεκαπέντε]], [[δεκαπλάσιος]], [[δεκάπλευρος]], [[δεκαπλός]], [[δεκάποδος]], [[δεκάπους]], [[δεκάρχης]], [[δεκάσημος]], [[δεκάστιχος]], [[δεκάστυλος]], [[δεκασύλλαβος]], [[δεκατέσσερεις]], [[δεκατρείς]], [[δεκάχορδος]], [[δεκάχρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεκαβάμων]], [[δεκάβοιος]], [[δεκαγονία]], [[δεκαδάρχης]], [[δεκάδαρχος]], [[δεκάδελτος]], [[δεκαδούχος]], [[δεκάδωρος]], [[δεκαείς]], [[δεκαέτηρος]], [[δεκακότυλος]], [[δεκακυμία]], [[δεκαμναίος]], [[δεκάμνους]], [[δεκαμοιρία]], <i>δεκάμορφος</i>, [[δεκαναΐα]], [[δέκανδρος]], [[δεκάπαλαι]], [[δεκάπλοκος]], [[δεκάπολις]], [[δεκάπτυχος]], [[δεκάρουρος]], <i>δεκάρταδος</i>, [[δεκάσπορος]], [[δεκαστάδιον]], [[δεκαστάτηρος]], [[δεκάστεγος]], [[δεκάσχημος]], <i>δεκάφνιος</i>, [[δεκάφυλος]], [[δεκάχαλκον]], [[δεκάχιλοι]], [[δεκάχορδος]], [[δεκάχρονος]], [[δεκέμβολος]], [[δεκέτηρος]], [[δεκέτης]], [[δεκήρης]], [[δεκώβολον]], [[δεκώρυγος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>δεκαδύω</i>, [[δεκαόργυιος]], [[δεκάπληγος]], [[δεκατάλαντος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δεκακέφαλοι]], [[δεκάπλεθρος]], <i>δεκανομώ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δεκάγραμμος]], [[δεκαγώνιο]], [[δεκάδιπλος]], [[δεκάεδρος]], [[δεκάζυγο]], [[δεκαήμερος]], [[δέκαθλο]], [[δεκάκερος]], [[δεκάκωπος]], <i>δεκάλοδος</i>, [[δεκαμελής]], [[δεκαμερής]], [[δεκάμερο]], [[δεκασέλιδος]], [[δεκασχιδής]], [[δεκάτομος]], [[δεκάφυλλος]], [[δεκαφώτιστος]], [[δεκάωρος]]. (Β' συνθετικό) [[δώδεκα]], [[ένδεκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυτόδεκα]], [[δυοκαίδεκα]], [[δυώδεκα]], [[εκκαίδεκα]], [[εννεακαίδεκα]], <i>εξκαίδεκα</i>, [[επτακαίδεκα]], [[οκτωκαίδεκα]], [[πεντεκαίδεκα]], [[συνδώδεκα]], [[συνεκκαίδεκα]], [[τεσσαρεσκαίδεκα]], <i>τεσσερεσκαίδεκα</i>, <i>τρεισκαίδεκακα</i>, [[τρισκαίδεκα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δέκᾰ:''' οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, [[δέκα]], Λατ. [[decem]], σε Όμηρ. κ.λπ.· οἱ [[δέκα]], οι Δέκα (άρχοντες), σε Ρήτ.· οἱ [[δέκα]] (<i>ἔτη</i>) <i>ἀφ' ἥβης</i>, αυτοί οι οποίοι έχουν περάσει κατά [[δέκα]] χρόνια την [[ηλικία]] των 20 (δηλ. την [[ηλικία]] της στρατιωτικής θητείας), σε Ξεν. (μερικοί το συνδέουν με το <i>δάκ-τυλος</i>, από τον αριθμό των δαχτύλων).
}}
}}