3,277,048
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δέον:''' -οντος, τό, μτχ. ουδ. του απροσ. [[δεῖ]], χρησιμ. ως ουσ.· οτιδήποτε δεσμευτικό, απαραίτητο, αναγκαίο, σωστό, σε Σοφ., Ξεν.· <i>τὰ δέοντα</i>, αυτά που είναι πρέποντα ή αναγκαία, χρειαζούμενα, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν δέοντι</i> (ενν. <i>καιρῷ</i>), στον σωστό χρόνο, Λατ. [[opportune]], σε Ευρ.· <i>ἐν τῷ δέοντι</i>, σε Ηρόδ.· εἰς τὸ [[δέον]], για έναν αναγκαίο σκοπό, [[επιδίωξη]], σε [[περίπτωση]] ανάγκης, στον ίδ.· από όπου (στην Αθήνα), [[έκφραση]] για τα [[μυστικά]] [[κονδύλια]]· εἰςτὸ [[δέον]] [[ἀπώλεσα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δέον:''' -οντος, τό, μτχ. ουδ. του απροσ. [[δεῖ]], χρησιμ. ως ουσ.· οτιδήποτε δεσμευτικό, απαραίτητο, αναγκαίο, σωστό, σε Σοφ., Ξεν.· <i>τὰ δέοντα</i>, αυτά που είναι πρέποντα ή αναγκαία, χρειαζούμενα, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν δέοντι</i> (ενν. <i>καιρῷ</i>), στον σωστό χρόνο, Λατ. [[opportune]], σε Ευρ.· <i>ἐν τῷ δέοντι</i>, σε Ηρόδ.· εἰς τὸ [[δέον]], για έναν αναγκαίο σκοπό, [[επιδίωξη]], σε [[περίπτωση]] ανάγκης, στον ίδ.· από όπου (στην Αθήνα), [[έκφραση]] για τα [[μυστικά]] [[κονδύλια]]· εἰςτὸ [[δέον]] [[ἀπώλεσα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δέον:''' <b class="num">I</b> эп. (= [[ἔδεον]]) impf. к [[δέω]] I.<br /><b class="num">II</b> part. n к [[δέω]] II.<br />οντος τό [[δέω]] II] тж. pl. нужное, должное, надлежащее, необходимое: ἐς τὸ δ. Her. в случае надобности, но тж. ἐς (τὸ) δ. Soph., Her., εἰς δ. Dem. кстати, во-время; ἐν (τῷ) δέοντι (sc. καιρῷ) Her., Eur., Thuc., Arph. своевременно; πρὸ τοῦ δέοντος Soph. преждевременно; οὐδεν δ. Her., εἰς οὐδὲν δ. Dem. без всякой надобности, ни к чему, зря; παρὰ τὸ δ. Arst. вопреки или без необходимости; [[θᾶττον]] τοῦ δέοντος Plat. скорее, чем нужно. | |||
}} | }} |