Anonymous

δέον: Difference between revisions

From LSJ
951 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[δέον]])<br />το [[δέον]], τα δέοντα<br />το αναγκαίο, το σωστό, αυτό που [[πρέπει]] να γίνει («[[υπέρ]] το [[δέον]]», «[[πέραν]] του δέοντος» — υπερβολικά)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα δέοντα</i><br />τα χαιρετίσματα, τα σεβάσματα («τα δέοντα στη [[μητέρα]] σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἐν δέοντι» — στον κατάλληλο καιρό<br />β) «μᾱλλον τοῡ δέοντος» — περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται<br />γ) «εἰς τὸ [[δέον]]» — για αναγκαίους σκοπούς ή σε [[περίπτωση]] ανάγκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ου δεύτερου γένους του απρόσωπου <i>δει</i>].
|mltxt=το (AM [[δέον]])<br />το [[δέον]], τα δέοντα<br />το αναγκαίο, το σωστό, αυτό που [[πρέπει]] να γίνει («[[υπέρ]] το [[δέον]]», «[[πέραν]] του δέοντος» — υπερβολικά)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα δέοντα</i><br />τα χαιρετίσματα, τα σεβάσματα («τα δέοντα στη [[μητέρα]] σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἐν δέοντι» — στον κατάλληλο καιρό<br />β) «μᾱλλον τοῡ δέοντος» — περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται<br />γ) «εἰς τὸ [[δέον]]» — για αναγκαίους σκοπούς ή σε [[περίπτωση]] ανάγκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ου δεύτερου γένους του απρόσωπου <i>δει</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δέον:''' -οντος, τό, μτχ. ουδ. του απροσ. [[δεῖ]], χρησιμ. ως ουσ.· οτιδήποτε δεσμευτικό, απαραίτητο, αναγκαίο, σωστό, σε Σοφ., Ξεν.· <i>τὰ δέοντα</i>, αυτά που είναι πρέποντα ή αναγκαία, χρειαζούμενα, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν δέοντι</i> (ενν. <i>καιρῷ</i>), στον σωστό χρόνο, Λατ. [[opportune]], σε Ευρ.· <i>ἐν τῷ δέοντι</i>, σε Ηρόδ.· εἰς τὸ [[δέον]], για έναν αναγκαίο σκοπό, [[επιδίωξη]], σε [[περίπτωση]] ανάγκης, στον ίδ.· από όπου (στην Αθήνα), [[έκφραση]] για τα [[μυστικά]] [[κονδύλια]]· εἰςτὸ [[δέον]] [[ἀπώλεσα]], σε Αριστοφ.
}}
}}