3,277,048
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διανταῖος:''' -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από [[άκρη]] σε [[άκρη]], αυτός που βρίσκεται [[ολότελα]] στη [[μέση]], διαπερνά [[ολωσδιόλου]]· διανταία [[πληγή]], καίριο [[πλήγμα]], [[τραύμα]], σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>διανταίαν οὐτᾶν</i>, στον ίδ.· δ. [[βέλος]], στον ίδ.· <i>ὀδύνα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[μοῖρα]] δ., που είναι αδυσώπητη, που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''διανταῖος:''' -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από [[άκρη]] σε [[άκρη]], αυτός που βρίσκεται [[ολότελα]] στη [[μέση]], διαπερνά [[ολωσδιόλου]]· διανταία [[πληγή]], καίριο [[πλήγμα]], [[τραύμα]], σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>διανταίαν οὐτᾶν</i>, στον ίδ.· δ. [[βέλος]], στον ίδ.· <i>ὀδύνα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[μοῖρα]] δ., που είναι αδυσώπητη, που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διανταῖος:''' и<br /><b class="num">1)</b> поражающий навылет, пронзающий насквозь ([[βέλος]] Aesch.; [[πληγή]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> пронизывающий, пронзительный (ὀδύνα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> неумолимый, беспощадный ([[μοῖρα]] Aesch.). | |||
}} | }} |