3,277,402
edits
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=διανταῑος, -α, -ον (Α) [[ανταίος]]<br /><b>1.</b> (για επίδεσμο) αυτός που εκτείνεται απ' [[άκρη]] σ' [[άκρη]], που περιδένει όλη την [[έκταση]] τραύματος<br /><b>2.</b> [[αμετάβλητος]], [[αναπότρεπτος]]. | |mltxt=διανταῑος, -α, -ον (Α) [[ανταίος]]<br /><b>1.</b> (για επίδεσμο) αυτός που εκτείνεται απ' [[άκρη]] σ' [[άκρη]], που περιδένει όλη την [[έκταση]] τραύματος<br /><b>2.</b> [[αμετάβλητος]], [[αναπότρεπτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διανταῖος:''' -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από [[άκρη]] σε [[άκρη]], αυτός που βρίσκεται [[ολότελα]] στη [[μέση]], διαπερνά [[ολωσδιόλου]]· διανταία [[πληγή]], καίριο [[πλήγμα]], [[τραύμα]], σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>διανταίαν οὐτᾶν</i>, στον ίδ.· δ. [[βέλος]], στον ίδ.· <i>ὀδύνα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[μοῖρα]] δ., που είναι αδυσώπητη, που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |