διασκιρτάω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασκιρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηδώ]] [[ολόγυρα]] ή απομακρύνομαι πηδώντας, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διασκιρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηδώ]] [[ολόγυρα]] ή απομακρύνομαι πηδώντας, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασκιρτάω:''' подпрыгивать, брыкаться (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.).
}}
}}