δέραιον: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέραιον:''' τό ([[δέρη]]), [[περιδέραιο]], [[κολιέ]], σε Ευρ.· περιτραχήλιο, [[λαιμαριά]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δέραιον:''' τό ([[δέρη]]), [[περιδέραιο]], [[κολιέ]], σε Ευρ.· περιτραχήλιο, [[λαιμαριά]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δέραιον:''' τό<b class="num">1)</b> ошейник Xen.;<br /><b class="num">2)</b> pl. ожерелье Eur., Men.
}}
}}