Anonymous

δέραιον: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δέραιον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[περιδέραιο]]<br /><b>2.</b> [[περιλαίμιο]] («κυνῶν δὲ [[κόσμος]] δέραια, ἰμάντες», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δέραιον]] κατ' απόσπασιν από το σύνθετο [[περιδέραιον]], του οποίου αποτελούσε το β' συνθετικό].
|mltxt=[[δέραιον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[περιδέραιο]]<br /><b>2.</b> [[περιλαίμιο]] («κυνῶν δὲ [[κόσμος]] δέραια, ἰμάντες», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δέραιον]] κατ' απόσπασιν από το σύνθετο [[περιδέραιον]], του οποίου αποτελούσε το β' συνθετικό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δέραιον:''' τό ([[δέρη]]), [[περιδέραιο]], [[κολιέ]], σε Ευρ.· περιτραχήλιο, [[λαιμαριά]], σε Ξεν.
}}
}}