διείρομαι: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διείρομαι:''' απαρ. αορ. βʹ <i>δι-ερέσθαι</i>, [[ανακρίνω]], [[εξετάζω]] εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.
|lsmtext='''διείρομαι:''' απαρ. αορ. βʹ <i>δι-ερέσθαι</i>, [[ανακρίνω]], [[εξετάζω]] εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διείρομαι:''' <b class="num">I</b> med.-pass. к [[διείρω]].<br /><b class="num">II</b> и [[διέρομαι]] расспрашивать (τινά τι Hom.).
}}
}}