Anonymous

διείρομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(big3_11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[διέρομαι]].
|dgtxt=v. [[διέρομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διείρομαι:''' απαρ. αορ. βʹ <i>δι-ερέσθαι</i>, [[ανακρίνω]], [[εξετάζω]] εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.
}}
}}