διασκοπέω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, παρακ. <i>δι-έσκεμμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[βλέπω]] [[ολόγυρα]], [[εξετάζω]] ή [[υπολογίζω]] προσεκτικά, [[σταθμίζω]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ., διασκοπεῖσθαι [[πρός]] τι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[συνεχίζω]] να [[παρακολουθώ]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, παρακ. <i>δι-έσκεμμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[βλέπω]] [[ολόγυρα]], [[εξετάζω]] ή [[υπολογίζω]] προσεκτικά, [[σταθμίζω]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ., διασκοπεῖσθαι [[πρός]] τι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[συνεχίζω]] να [[παρακολουθώ]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διασκοπέω:''' тж. med. досл. внимательно разглядывать, рассматривать, перен. обдумывать (τι Xen., τινα и περί τινος Plat.): ἀπεσιώπα διασκοπούμενος Plut. он умолк в раздумье.
}}
}}