3,276,932
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, παρακ. <i>δι-έσκεμμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[βλέπω]] [[ολόγυρα]], [[εξετάζω]] ή [[υπολογίζω]] προσεκτικά, [[σταθμίζω]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ., διασκοπεῖσθαι [[πρός]] τι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[συνεχίζω]] να [[παρακολουθώ]], σε Ξεν. | |lsmtext='''διασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, παρακ. <i>δι-έσκεμμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[βλέπω]] [[ολόγυρα]], [[εξετάζω]] ή [[υπολογίζω]] προσεκτικά, [[σταθμίζω]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ., διασκοπεῖσθαι [[πρός]] τι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[συνεχίζω]] να [[παρακολουθώ]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασκοπέω:''' тж. med. досл. внимательно разглядывать, рассматривать, перен. обдумывать (τι Xen., τινα и περί τινος Plat.): ἀπεσιώπα διασκοπούμενος Plut. он умолк в раздумье. | |||
}} | }} |