3,256,975
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ. | |lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίφριος:''' колесничный: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей. | |||
}} | }} |