Anonymous

δίφριος: Difference between revisions

From LSJ
4
(big3_12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[de un carro]] neutr. plu. adv. δίφρια συρόμενος arrastrado por las ruedas de un carro</i>, <i>AP</i> 7.152.
|dgtxt=-α, -ον<br />[[de un carro]] neutr. plu. adv. δίφρια συρόμενος arrastrado por las ruedas de un carro</i>, <i>AP</i> 7.152.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.
}}
}}