δικαιοδοσία: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δικαιοδοσία]]) [[δικαιοδότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουσιοδότηση]], [[πληρεξουσιότητα]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών δικαιωμάτων και καθηκόντων στρατιωτικού ή πολιτικού υπαλλήλου στην [[εκτέλεση]] της υπηρεσίας του, [[αρμοδιότητα]]<br /><b>3.</b> (πολιτ. δικον.) η κυριαρχική [[εξουσία]] τών δικαστηρίων να λύνουν όσες διαφορές προκύπτουν από [[παράβαση]] τών αστικών νόμων || <b>μσν.-νεοελλ.</b> η [[εξουσία]] που πήρε [[κάποιος]] (από νόμο, [[εντολή]], [[διαταγή]] <b>κ.λπ.</b>) να ενεργεί [[μέσα]] σε καθορισμένα όρια, το [[δικαίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απονομή]] δικαιοσύνης<br /><b>2.</b> [[σύμβαση]] δύο επικρατειών με την οποία ορίζεται ότι ο [[υπήκοος]] της καθεμιάς δικάζεται για εμπορικά αδικήματα σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας της οποίας [[είναι]] [[υπήκοος]].
|mltxt=η (AM [[δικαιοδοσία]]) [[δικαιοδότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουσιοδότηση]], [[πληρεξουσιότητα]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών δικαιωμάτων και καθηκόντων στρατιωτικού ή πολιτικού υπαλλήλου στην [[εκτέλεση]] της υπηρεσίας του, [[αρμοδιότητα]]<br /><b>3.</b> (πολιτ. δικον.) η κυριαρχική [[εξουσία]] τών δικαστηρίων να λύνουν όσες διαφορές προκύπτουν από [[παράβαση]] τών αστικών νόμων || <b>μσν.-νεοελλ.</b> η [[εξουσία]] που πήρε [[κάποιος]] (από νόμο, [[εντολή]], [[διαταγή]] <b>κ.λπ.</b>) να ενεργεί [[μέσα]] σε καθορισμένα όρια, το [[δικαίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απονομή]] δικαιοσύνης<br /><b>2.</b> [[σύμβαση]] δύο επικρατειών με την οποία ορίζεται ότι ο [[υπήκοος]] της καθεμιάς δικάζεται για εμπορικά αδικήματα σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας της οποίας [[είναι]] [[υπήκοος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκαιοδοσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> судебная власть, юрисдикция Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> судопроизводство, суд (εἰς δικαιοδοσίας προκαλεῖσθαί τινα Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> дикеодосия (международное соглашение о разборе исков одной страны к гражданам другой - ἡ κατὰ τό [[σύμβολον]] δ. Polyb.).
}}
}}